- ζωάρκεια
- ζωάρκεια, ἡ,A means of subsistence, Sch.E.Hec.362: [full] ζωαρκία, Anon. Prog.in Rh.1.599 W.: [full] ζωαρκέω, support life, Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1892/3P.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωάρκεια — η (AM ζωάρκεια και διάφ. ανάγν. ζωαρκία) [ζωαρκής] νεοελλ. μσν. όσα επαρκούν για τη διατήρηση τής ζωής, επάρκεια τών προς το ζην αρχ. η διατήρηση τής ζωής … Dictionary of Greek
ζωαρκείας — ζωαρκείᾱς , ζωάρκεια means of subsistence fem acc pl ζωαρκείᾱς , ζωάρκεια means of subsistence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάρκειαν — ζωάρκεια means of subsistence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek